υπερχλωριούχος

υπερχλωριούχος
-α, -ο, Ν
χημ. (για μεταλλικές ενώσεις) αυτός που περιέχει στο μόριό του τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα χλωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + χλωριούχος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. perchlorure και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερχλωριούχος — α, ο αυτός που περιέχει ποσότητα χλωρίου μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη (για μεταλλικές χλωριούχες ενώσεις) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”